8/23/24
Θεόδωρος Σκυλακάκης: Έρχονται επενδύσεις 94,1 δισ. € για την ενεργειακή μετάβαση. Είναι ανεπαρκές το target model.
Μεγάλες επενδύσεις ύψους 94,1 δισ. ευρώ απαιτούνται για την ενεργειακή μετάβαση που θα οδηγήσουν σε χαμηλότερο και πιο προβλέψιμο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στο μέλλον αναφέρει το Εθνικό Σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα που βγήκε σε δημόσια διαβούλευση προχθές.
Σημειώνει ωστόσο ότι απαιτείται ριζική αναμόρφωση του μοντέλου της ενεργειακής αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς το target model πλέον δεν αντικατοπτρίζει τα κόστη μιας αγοράς που δεν θα βασίζεται στο κόστος καυσίμου αλλά στο κόστος υποδομών.
Η πλειονότητα των επενδύσεων που προγραμματίζονται ως το 2030, (69%) θα απαιτηθούν για την υιοθέτηση σημαντικών αναβαθμίσεων ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς τελικής χρήσης ύψους 65,3 δισ. €.
Για τη διάδοση των τεχνολογιών ΑΠΕ και των εναλλακτικών καυσίμων στον τομέα της ενέργειας, της επέκτασης και ενίσχυσης των δικτύων καθώς και των σταθμών αποθήκευσης οι συνολικές επενδύσεις που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν ανέρχονται σε 28.8 δισ. € για την ίδια περίοδο.
Όπως αναφέρει η επίτευξη της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης απαιτεί σημαντική αύξηση των δαπανών των νοικοκυριών σε επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και κυριότερα για την αναβάθμιση των συστημάτων θέρμανσης, ψύξης συνολικού ύψους 13.5 δισ. €. Για την υλοποίηση των επενδύσεων κρίνεται απαραίτητη η εφαρμογή προγράμματος επιδοτήσεων σε ευάλωτα νοικοκυριά και νοικοκυριά χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου με υψηλές ενεργειακές δαπάνες, για την ενεργειακή αναβάθμιση του κελύφους καθώς και την αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης ψύξης και ζεστού νερού χρήσης. Επιδοτήσεις θα απαιτηθούν σε μικρότερη κλίμακα και σε άλλους τομείς, όπως οι μικρές επιχειρήσεις και οι καινοτόμες πράσινες επενδύσεις. Στον τριτογενή τομέα, οι συνολικές επενδύσεις βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης που θα πρέπει να υλοποιηθούν εκτιμώνται ίσες με 2,5 δισ. €. Στον βιομηχανικό τομέα, 1,7 δισ. € συνολικές επενδύσεις αναμένεται να πραγματοποιηθούν σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας.
Στις μεταφορές, το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων, ύψους 44 δισ. € θα υλοποιηθεί στον τομέα των οδικών μεταφορών τόσο επιβατικών όσο και εμπορευματικών, εκ των οποίων 12,6 δισ. € θα δαπανηθούν για τις ανάγκες της ηλεκτροκίνησης. Παράλληλα θα επεκταθούν οι υποδομές φόρτισης στις οδικές μεταφορές (με τις συνολικές δαπάνες να εκτιμώνται σε 549 εκατ. €), η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος για τα ελλιμενισμένα πλοία (cold ironing) και θα επεκταθεί η ηλεκτροκίνηση των τραίνων. Στον τομέα των βαρέων οχημάτων και των πλοίων, θα επιδιωχθεί η διείσδυση του LNG ως μεταβατικού καυσίμου καθώς και του bioLNG.
Ο υπόλοιπος τομέας παραγωγής ενέργειας, περιλαμβανομένων των υποδομών, θα χρειαστεί χαμηλότερη δημόσια επενδυτική στήριξή, καθώς οι επενδύσεις ενεργειακής μετάβασης υλοποιούνται σε ανταγωνιστικό κόστος έναντι των ορυκτών καυσίμων όπως στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ. H κρατική στήριξη σε αυτούς τους τομείς αναμένεται να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα και να διευκολύνει τη χρηματοδότηση και τη μόχλευση επενδύσεων ιδιαίτερα σε καινοτόμες και λιγότερο ώριμες τεχνολογίες. Λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, θα αναπτυχθούν περαιτέρω συστήματα αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες, αντλησιοταμιευτικά) με συνολικό κόστος επενδύσεων 3,6 δισ. € και θα επεκταθούν τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρισμού ώστε να καταστεί δυνατή η σύνδεση των νέων ΑΠΕ. Η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών σε όλους τους καταναλωτές ηλεκτρισμού ώστε να καθίσταται δυνατή η απόκριση ζήτησης επίσης αναμένεται να ολοκληρωθεί την περίοδο 2025-2030. To συνολικό κόστος επενδύσεων σε δίκτυα ηλεκτρισμού εκτιμάται ίσο με 9,9 δισ. €.
Για τον τομέα των εναλλακτικών και κλιματικά ουδέτερων υγρών και αέριων καυσίμων για την περίοδο 2025-2030 αναμένονται συνολικές επενδύσεις ύψους 760 εκατ. € και θα περιλαμβάνουν τη παραγωγή βιομεθανίου, την πρώτη παραγωγή προηγμένων υγρών βιοκαυσίμων για τον τομέα των μεταφορών καθώς και την εγκατάσταση των πρώτων εμπορικών μονάδων παραγωγής πράσινου υδρογόνου, κυρίως για παραγωγή ανανεώσιμων συνθετικών καυσίμων στα διυλιστήρια (συνθετική κηροζίνη, συνθετική μεθανόλη). Στη βιομηχανία, στους τομείς που δεν έχουν εναλλακτική λύση (τσιμεντοβιομηχανία, διυλιστήρια) θα προχωρήσουν τα προγράμματα δέσμευσης και αποθήκευσης ή χρήσης CO2 με το συνολικό κόστος επενδύσεων να ανέρχεται σε 1 δισ. €. μέχρι το έτος 2030. Οι επενδύσεις για αποθήκευση CO2, εκτιμώνται σε 1,2 δισ.€ και προβλέπονται να υλοποιούνται στα υποθαλάσσια εξαντλημένα κοιτάσματα πετρελαίου του Πρίνου ή σε άλλους γεωλογικούς σχηματισμούς γειτονικών χωρών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω υπολογισμοί περιλαμβάνουν το κόστος αγοράς οχημάτων και μέσων μεταφοράς κάθε είδους, το κόστος απόκτησης συσκευών και εξοπλισμού που καταναλώνει ενέργεια σε όλους τους τομείς και το κόστος επενδύσεων για την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας σε όλους τους τομείς.
Οι ανωτέρω επενδύσεις επομένως αφορούν το σύνολο των επενδύσεων του ενεργειακού τομέα και περιλαμβάνουν επενδύσεις σε δράσεις που προωθούν την ενεργειακή μετάβαση (τεχνολογίες και παρεμβάσεις καθαρού μηδενικού αποτυπώματος) καθώς και επενδύσεις σε συμβατικές δράσεις.
Σημειώνεται ότι τα υπολογισθέντα κόστη ενεργειακής μετάβασης δεν περιλαμβάνουν τα κόστη προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή που είναι ήδη σε εξέλιξη (φυσικές καταστροφές από ξηρασίες, φωτιές, πλημμύρες και καταιγίδες και επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή).
Ανεπαρκές το target model- Συνεχής τάση μείωσης του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα
Ριζική επανεξέταση του μοντέλου της ενεργειακής αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο απαιτείται, καθώς το ενεργειακό σύστημα θα βασίζεται όλο και περισσότερο στις ΑΠΕ, το μέσο κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος θα βαίνει μειούμενο, αναφέρει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το κλίμα. Η ανάπτυξη όμως των ΑΠΕ επιφέρει αύξηση του κόστους για τα δίκτυα και τα αποθηκευτικά μέσα, λόγω των αναγκαίων επενδύσεων στους τομείς αυτούς. Το ανά μονάδα όμως κόστος για τα δίκτυα μειώνεται λόγω της αυξημένης διακινούμενης ενέργειας.
Όπως τονίζεται η δομή του κόστους της ηλεκτροπαραγωγής μετατοπίζεται σταθερά από μεταβλητό κόστος σε πάγιο κόστος για τα απασχολούμενα κεφάλαια και τη συντήρηση των εξοπλισμών, ενώ το μεταβλητό κόστος τείνει προς ένα ελάχιστο ποσοστό επί του συνόλου μακροχρόνια. Συνολικά, αναμένεται συνεχής τάση μείωσης του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται ότι το τρέχον μοντέλο αγοράς ηλεκτρισμού (target model), κρίνεται ανεπαρκές να εντοπίσει και να αναδείξει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο το πραγματικό κόστος. Τούτο, διότι το τρέχον μοντέλο αγοράς βασίζεται στο σταδιακά αυξανόμενο (incremental) κόστος κάθε τεχνολογίας βάσει του μεταβλητού κόστους, κυρίως δηλαδή του κόστους καυσίμου της. Η προσέγγιση αυτή σε περιβάλλον με πολύ χαμηλά μεταβλητά κόστη καθίσταται αναποτελεσματική και πιθανότατα θα οδηγήσει σε μια ριζική επανεξέταση του μοντέλου αγοράς ηλεκτρισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Επίσης τονίζεται ότι η μεγαλύτερη έμφαση σε σταθερά κόστη, πέραν της μείωσης των τιμών, αναμένεται να προσδώσει και το χαρακτηριστικό της μεγαλύτερης σταθερότητας και προβλεψιμότητας στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Αποσυνδεδεμένη από το κόστος καυσίμου, που συχνά υπόκειται σε μεγάλες διακυμάνσεις και διεθνείς αναταράξεις, η τιμή του ηλεκτρισμού θα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από λιγότερο ευμετάβλητους και πιο προβλέψιμους οικονομικούς παράγοντες όπως το κόστος εξοπλισμού, η αποδοτικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας αλλά και το κόστος χρήματος. Η μετατροπή δε αυτή θα έχει ως επικουρικό αποτέλεσμα και την σαφώς πιο περιορισμένη δυνατότητα για δημιουργία έκτακτων και απροσδόκητων κερδών για τους ηλεκτροπαραγωγούς με αφορμή ξαφνικές και ραγδαίες κλιμακώσεις του κόστους καυσίμου. Εκτός, λοιπόν, από μεσο-μακροπρόθεσμη μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, η ενεργειακή μετάβαση επιφέρει πιο προβλέψιμη αλλά και πιο ανθεκτική αγορά.